- σελαγίζω
- σελαγίζωpres subj act 1st sgσελαγίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σελαγίζω — ΝΜΑ, και σελαΐζω Μ εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «σελαγίζει αἴθεται, φλέγεται». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σέλας] … Dictionary of Greek
σελαγίζει — σελαγίζω pres ind mp 2nd sg σελαγίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίζον — σελαγίζω pres part act masc voc sg σελαγίζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίζοντα — σελαγίζω pres part act neut nom/voc/acc pl σελαγίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάγιζε — σελαγίζω pres imperat act 2nd sg σελαγίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάγιζον — σελαγίζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σελαγίζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίζεται — σελαγίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίζοντος — σελαγίζω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίζουσα — σελαγίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίζουσαν — σελαγίζω pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)